- προγονικούς
- προγονικόςderived from parentagemasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυφυλετικός — ή, ό, Ν βιολ. αυτός που κατάγεται από περισσότερους τού ενός προγονικούς τύπους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polyphyletic < πολύφυλος + κατάλ. ετικός] … Dictionary of Greek
Παπούα – Νέα Γουινέα — Συγκρότημα νησιών της Νοτιοανατολικής Ασίας, μεταξύ της θάλασσας των Κοραλίων και του νότιου Ειρηνικού Ωκεανού, ανατολικά της Ινδονησίας.Aνεξάρτητο κράτος από τις 16 Σεπτεμβρίου 1975 στο πλαίσιο της Bρετανικής Kοινοπολιτείας, περιλαμβάνει το… … Dictionary of Greek